- αγροφάγος
- οαυτός που θέλει να κάνει δικές του ξένες αγροτικές εκτάσεις ή τέτοιες του δημοσίου: Οι αγροφάγοι είναι μια πληγή παρόμοια με τους οικοπεδοφάγους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.